Σα σήμερα 11 Γενάρη του 1910 γεννήθηκε ο Νίκος Καββαδίας
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Έλληνες Κεφαλονίτες. Όταν ήτανε πολύ μικρός, η οικογένεια γύρισε στην Ελλάδα. Μερικά χρόνια μείνανε στην Κεφαλονιά και από το 1921 ως το 1932 στον Πειραιά, όπου ο Νίκος Καββαδίας τελείωσε το Δημοτικό και μετά το Γυμνάσιο. Μαθητής του Δημοτικού, έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Το 1929 πήγε υπάλληλος σε ναυτικό γραφείο και λίγους μήνες αργότερα μπαρκάρισε ναύτης σε φορτηγό. Για μερικά χρόνια, συνέχισε να φεύγει με τα φορτηγά, να γυρίζει πίσω ταλαιπωρημένος και αδέκαρος, για να ξαναφύγει σε λίγο. Ώσπου αποφάσισε να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος, μα είχε ήδη χάσει αρκετά χρόνια στις περιπλανήσεις του και το δίπλωμα του ασυρματιστή ήταν η πιο σύντομη λύση.
Το πήρε το 1939, έγινε όμως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και πήγε στρατιώτης στην Αλβανία, κι έμεινε ξέμπαρκος στην Αθήνα στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Ξαναμπαρκάρησε το 1944 και ταξίδεψε αδιάκοπα, ως ασυρματιστής, σε όλο τον κόσμο, ως τον Νοέμβρη του 1974. Πέθανε τρεις μήνες αργότερα από εγκεφαλικό επεισόδιο, τις 10 του Φλεβάρη 1975. Η Βάρδια, το μοναδικό του μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1954. Η ποιητική του συλλογή Μαραμπού το 1933, το Πούσι το 1947 και Τραβέρσο το 1975. Τα μικρά πεζά Λι, Του πολέμου, και Στο άλογό μου εκδόθηκαν το 1987. Όλα του τα έργα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ¶γρα, όπου έχουν εκδοθεί και το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία του Γιώργου Τράπαλη, η μελέτη Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας του Φίλιππου Φιλίππου καθώς και η μελέτη της Μαίρη Μικέ "Η Βάρδια" του Νίκου Καββαδία - Εικονογραφήσεις και Μεταμορφώσεις.ΜΟΥΣΩΝΑΣ
Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.
Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν' ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.
Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρώ, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου 'πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
Ακόμη ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.
Μα ένα πουλί μου μύνησε πως κάποιος άλλος σ' τα 'πε
κάποιος , που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με.
Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί,φτερό,κλαδί,
όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θά 'δινα - ''Πάψε, Σεβάχ'' - για να 'μουνα παιδί!
Αυγή, ποιός δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και μεις, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.
Ινδικός Ωκεανός 1951
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου